- τριψήφιος
- -α, -ο, Ναυτός που αποτελείται από τρία ψηφία («τριψήφιος αριθμός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -ψήφιος (< ψηφίον), πρβλ. πεντα-ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριψήφιος — α, ο που αποτελείται από τρία ψηφία (για αριθμούς): Τριψήφιος αριθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek